- ομοειδής
- -ές (ΑΜ ὁμοειδής, -ές)1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμααρχ.1. ομογενής2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.)3. ομοιόμορφος4. αυτός που δεν μεταβάλλεται, που δεν αλλάζει («ὁμοειδὲς ἄνθος», Διοσκ.)5. (για συγγραφέα που αποφεύγει τις παρεκβάσεις) μονότονος6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοειδῆοι ομοιότητες.επίρρ...ομοειδώς (ΑΜ ὁμοειδῶς)με όμοιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.